συνθηματικά

συνθηματικά
συνθηματικός
by preconcerted signs
neut nom/voc/acc pl
συνθηματικά̱ , συνθηματικός
by preconcerted signs
fem nom/voc/acc dual
συνθηματικά̱ , συνθηματικός
by preconcerted signs
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνθηματικός — ή, ό / συνθηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα 2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες» [γλωσσ.] ιδιώματα που… …   Dictionary of Greek

  • βήχω — (Μ βήχω, Α βήσσω και βήττω) έχω βήχα νεοελλ. μιμούμαι τον ήχο του βήχα συνθηματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βήσσω < βηξ( χός), το δε βήχω < έβηξα, αόρ. του βήσσω, κατά το σχήμα: έβρεξα βρέχω, επρόσεξα προσέχω, έτρεξα τρέχω και με επίδραση του βήξ(… …   Dictionary of Greek

  • συνθηματικώς — συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν βλ. συνθηματικός …   Dictionary of Greek

  • φουρμάδες — οι, Ν (παλαιότερα) καπνοί που χρησίμευαν ως συνθηματικά σημεία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • κολαούζος — ο (λ. τουρκ.) 1. οδηγός, οδηγητής: Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει (παροιμ.). 2. τεντωμένο σκοινί με το οποίο συνεννοείται συνθηματικά ο δύτης με τον κολαουζιέρη. 3. έμπειρος σύμβουλος: Δεν τον χρειάζομαι για κολαούζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασονία — η (λ. ιταλ.), μυστική διεθνής οργάνωση με άγνωστους σκοπούς, τα μέλη της οποίας πιστεύουν σε αρχές αδελφοσύνης, αναγνωρίζονται μεταξύ τους συνθηματικά και κατανέμονται σε διάφορες ομάδες που λέγονται «Στοές», ο τεκτονισμός, ο μασονισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”